- στατικωτέρα
- στατικωτέρᾱ , στατικόςcausing to standfem nom/voc/acc comp dualστατικωτέρᾱ , στατικόςcausing to standfem nom/voc comp sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στατικώτερα — στατικός causing to stand neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στατικός — ή, ό / στατικός, ή, όν, ΝΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στάση, που προκαλεί στάση, που προκαλεί ακινησία, σε αντιδιαστολή προς αυτόν που αναφέρεται στην κίνηση ή στη μεταβολή 2. το θηλ. ως ουσ. η στατική γένος αγγειόσπερμων δικότυλων… … Dictionary of Greek